Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το μάρκο

См. также в других словарях:

  • μάρκο — (Mark). Πρώην νομισματική μονάδα της Γερμανίας, η οποία απέκτησε την ονομασία της από μία σκανδιναβική μονάδα βάρους για πολύτιμα μέταλλα. Στο παρελθόν κυκλοφορούσαν ευρύτατα το μ. της Κολωνίας ή αυτοκρατορικό, το μ. της Ρώμης ή παπικό, το μ. του …   Dictionary of Greek

  • Μάρκο Πόλο — Βλ. λ. Πόλο, Μάρκο …   Dictionary of Greek

  • μάρκο — το (λ. γερμ.), παλαιότερη νομισματική μονάδα της Γερμανίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… …   Dictionary of Greek

  • Πίνο, Μάρκο νταλ-, ο επιλεγόμενος Μάρκο ντα Σιένα — (Pino, Κόστα αλ Πίνο, Σιένα π. 1525 – Νάπολη π. 1587). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε ζωγραφική στο πλευρό του Ντ. Μπεκαφούμι και φιλοτέχνησε έργα που τον ανέδειξαν σε σπουδαίο καλλιτέχνη της ομάδας των μανιεριστών που έδρασαν στη… …   Dictionary of Greek

  • Μάρουλιτς, Μάρκο — (Marko Marulic, Σπλιτ 1450 – 1524). Κροάτης συγγραφέας. Σπούδασε στην Πάντοβα. Έγραψε θρησκευτικά και ηθικά έργα στα λατινικά, τα οποία διαδόθηκαν ευρέως και μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες· ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται εκείνα… …   Dictionary of Greek

  • Ραϊμόντι, Μάρκο Αντόνιο — (Raimondi, 1475 – 1530). Γνωστός Ιταλός χαράκτης από την Μπολόνια. Αρχικά εργάστηκε σ’ ένα εργαστήριο χρυσοχοΐας και αργότερα έγινε γνωστός από τις παραποιήσεις ορισμένων πινάκων του Ντίρερ. Στη Ρώμη επιβλήθηκε ως ικανότατος χαράκτης και… …   Dictionary of Greek

  • Ραϊμπολίνι, Φραγκίσκος ντι Μάρκο — (Raibolini, 1450 – 1518). Ιταλός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και αρχιτέκτονας. Καταγόταν από την Μπολόνια. Αρχικά έγινε γνωστός ως χρυσοχόος και χαράκτης και με την ιδιότητα του αυτή εργάστηκε στο νομισματοκοπείο της Μπολόνια. Ασχολήθηκε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»