-
1 марка
марка ж 1) το χαρτόσημο (гербовая) το γραμματόσημο (почтовая) 2) (фабричная) το σήμα, η μάρκα· \марка вина η μάρκα του κρασιού 3) (денежная единица) το μάρκο* * *ж2) ( фабричная) το σήμα, η μάρκαма́рка вина́ — η μάρκα του κρασιού
3) ( денежная единица) το μάρκο -
2 марка
ма́рк||аж1. (почтовая) τό γραμμα-τόσημο[ν]:гербовая \марка τό χαρτόσημο[ν]·2. (фабричная) τό σῆμα, ἡ μάρκα (εργοστασίου)·3. (денежная единица) τό μάρκο[ν]·4. (престиж, репутация) разг τό γόητρον, τό ὀνομα:держать \маркау διατηρώ τή φήμη·5. (сорт, качество) ἡ μάρκα, ἡ ποιότητα [-ης]:вино лучшей \маркаи κρασί πρώτης ποιότητας. -
3 марка
марка 1-и θ.1. το ένσημο•почтовая марка το γραμματόσημο.
2. παλ. μάρκα, κέρμα ορισμένης αξίας (σε εστιατόρια, χαρτοπαικτικές λέσχες κ.τ.τ.).3. στάμπα, μάρκα εμπορεύματος.εκφρ.высокой (высшей, первой) -и – πρώτης κατηγορίας, μεγάλης ολκής•держать (выдерживать) -у – τηρώ, κρατώ το γόητρο•портить -у – προσβάλλω το γόητρο ή τη φήμη•под -ой – με το πρόσχημα.марка 2-и θ.το μάρκο, νομισμ. μονάδα,марка 3-и θ. παλ.1. αγροτική κοινότητα τον μεσαίωνα στη Δ. Ευρώπη.2. συνοριακός τομέας στη μεσαιωνική Γερμανία.
См. также в других словарях:
μάρκο — (Mark). Πρώην νομισματική μονάδα της Γερμανίας, η οποία απέκτησε την ονομασία της από μία σκανδιναβική μονάδα βάρους για πολύτιμα μέταλλα. Στο παρελθόν κυκλοφορούσαν ευρύτατα το μ. της Κολωνίας ή αυτοκρατορικό, το μ. της Ρώμης ή παπικό, το μ. του … Dictionary of Greek
Μάρκο Πόλο — Βλ. λ. Πόλο, Μάρκο … Dictionary of Greek
μάρκο — το (λ. γερμ.), παλαιότερη νομισματική μονάδα της Γερμανίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πόλο, Μάρκο — (Marco Polo, Βενετία ή Κούρτσολα 1254 – Βενετία 1324). Ιταλός εξερευνητής. Γιος του Νικολό Πόλο, πλούσιου εμπόρου, που, μαζί με τον αδελφό του, Μανέο, έκανε συχνά εμπορικά ταξίδια στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Ανατολικής Μεσογείου·… … Dictionary of Greek
Πίνο, Μάρκο νταλ-, ο επιλεγόμενος Μάρκο ντα Σιένα — (Pino, Κόστα αλ Πίνο, Σιένα π. 1525 – Νάπολη π. 1587). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε ζωγραφική στο πλευρό του Ντ. Μπεκαφούμι και φιλοτέχνησε έργα που τον ανέδειξαν σε σπουδαίο καλλιτέχνη της ομάδας των μανιεριστών που έδρασαν στη… … Dictionary of Greek
Μάρουλιτς, Μάρκο — (Marko Marulic, Σπλιτ 1450 – 1524). Κροάτης συγγραφέας. Σπούδασε στην Πάντοβα. Έγραψε θρησκευτικά και ηθικά έργα στα λατινικά, τα οποία διαδόθηκαν ευρέως και μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες· ανάμεσα στα πιο ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται εκείνα… … Dictionary of Greek
Ραϊμόντι, Μάρκο Αντόνιο — (Raimondi, 1475 – 1530). Γνωστός Ιταλός χαράκτης από την Μπολόνια. Αρχικά εργάστηκε σ’ ένα εργαστήριο χρυσοχοΐας και αργότερα έγινε γνωστός από τις παραποιήσεις ορισμένων πινάκων του Ντίρερ. Στη Ρώμη επιβλήθηκε ως ικανότατος χαράκτης και… … Dictionary of Greek
Ραϊμπολίνι, Φραγκίσκος ντι Μάρκο — (Raibolini, 1450 – 1518). Ιταλός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και αρχιτέκτονας. Καταγόταν από την Μπολόνια. Αρχικά έγινε γνωστός ως χρυσοχόος και χαράκτης και με την ιδιότητα του αυτή εργάστηκε στο νομισματοκοπείο της Μπολόνια. Ασχολήθηκε επίσης… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ιουλία — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Άγκυρα με πνιγμό σε λίμνη μαζί με τις Αλεξάνδρα, Ευφρασία, Θεοδότη, Κλαυδία, Ματρώνα, Τεκούσα και Φαεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Μαΐου. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek